- σοσόνι
- kşsa çorap, şoset
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σοσόνι — και σπάν. τ. σωσσόνι, το, Ν 1. είδος υποδήματος 2. κοντή, συνήθως μάλλινη, πλεχτή κάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chausson «παντόφλα» (< ρ. chausser «φορώ παπούτσια» < λατ. calceus «παπούτσι»)] … Dictionary of Greek
σοσόνι — το (λ. γαλλ.), κοντή κάλτσα που φοριέται από τα μικρά παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σοσόουν — και Σοσόνι, οι, Ν άκλ. εθνολ. ομάδα ινδιάνικων φύλων τής Βόρειας Αμερικής, από τα οποία έχουν απομείνει σήμερα 9.000 περίπου άτομα … Dictionary of Greek
σωσσόνι — το, Ν βλ. σοσόνι … Dictionary of Greek